- ουρικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ούρα («ουρικό απόστημα»)2. φρ. α) «ουρικό οξύ»(βιοχ.) οργανική ένωση που αποτελεί το τελικό προϊόν τού καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα περισσότερα ερπετά και στα πτηνά και αποβάλλεται με πυκνά ούρα, ενώ μικρές ποσότητές της αποβάλλονται και με τα ούρα τού ανθρώπου, στον οποίο το οξύ αυτό αποτελεί τελικό προϊόν καταβολισμού τών πουρινώνβ) «ουρική αρθρίτιδα»ιατρ. κληρονομική μεταβολική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από οξείες κρίσεις βαριάς φλεγμονής σε μία ή περισσότερες από τις αρθρώσεις τών άκρων, καθ' υποτροπήν, και η οποία οφείλεται στην εναπόθεση, μέσα στις αρθρώσεις και γύρω από αυτές, αλάτων ουρικού οξέοςγ) «ουρική διάθεση»ιατρ. ιδιοσυστασιακή τάση τού οργανισμού προς την εμφάνιση νόσων που οφείλονται σε διαταραχές τού μεταβολισμού τού ουρικού οξέος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. urique acide (< ούρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θ. Ηλιάδη].
Dictionary of Greek. 2013.